Ανησυχητικά στοιχεία για τη λειψυδρία παρουσιάζει νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ειδικά για τον ευρωπαϊκό Νότο που περιλαμβάνει και την Ελλάδα. Με εργαλείο το αποκαλούμενο πλαίσιο «Nature Value at Risk» («η αξία της φύσης σε κίνδυνο»), η ΕΚΤ καταγράφει με αριθμούς μια πραγματικότητα που ήδη «φωνάζει» από τον αγροτικό τομέα και εξαπλώνεται σε πολλού κλάδους και καταλήγει στην οικονομία και στον τραπεζικό τομέα.
Η έκθεση δημοσιοποιήθηκε από την ΕΚΤ στο ιστολόγιό της (blog), σε συνεργασία με το Resilient Planet Finance Lab του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Εκεί αναφέρονται επίσης εκτός από τους κινδύνους για το περιβάλλον και τις επιχειρήσεις και προειδοποιήσεις για τις επιπτώσεις της επιβάρυνσης κλίματος και στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, η ελληνική γεωργία συγκαταλέγεται στις πιο ευάλωτες της ευρωζώνης, με έως και 30% της ετήσιας παραγωγής της να απειλείται από έλλειψη επιφανειακού νερού. Η υπόθεση στηρίζεται σε ένα σενάριο έντονης ξηρασίας που μπορεί να συμβεί μία φορά κάθε 25 χρόνια. Σημαντικοί κίνδυνοι εντοπίζονται στους κλάδους: μεταποίηση (20%), παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (20%), κατασκευές (20%), παροχή νερού και αποχέτευση (25%), εξορυκτική δραστηριότητα (30%) και τουριστικές υπηρεσίες (20%). Πρόκειται για κλάδους-πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, ενώ οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες απειλούνται ανάλογα με τον βαθμό έκθεσης σε αυτούς τους κλάδους (χρηματοδότηση, ασφάλιση).
Οπως εξηγεί η μελέτη της ΕΚΤ, η λειψυδρία μπορεί επίσης να υπονομεύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα οι επιχειρήσεις να μην είναι σε θέση να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει την έκθεση των τραπεζών σε τέτοια δάνεια.
Η μελέτη ανέλυσε δάνεια 2.500 τραπεζών της ζώνης του ευρώ που χορηγήθηκαν σε μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες. «Διαπιστώσαμε ότι περισσότερο από το 34% του συνολικού ανεξόφλητου ονομαστικού τους ποσού – δηλαδή πάνω από 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ – χορηγείται επί του παρόντος σε τομείς που εκτίθενται σε υψηλό κίνδυνο λειψυδρίας. Εντός του χαρτοφυλακίου μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, η μεταποίηση αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μερίδιο των ανοιγμάτων σε κίνδυνο, ακολουθούμενη από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τα ακίνητα, τις κατασκευές και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας» τονίζεται.
Μακροπρόθεσμα οι επιπτώσεις της επίμονης έλλειψης νερού μπορούν να εξαπλωθούν στις αγορές βασικών προϊόντων, αυξάνοντας τις τιμές του νερού και των τροφίμων και συμβάλλοντας σε ευρύτερες πληθωριστικές πιέσεις.
Επίσης η χαμηλή ποιότητα του νερού θα μπορούσε να πλήξει τις οικονομικές προοπτικές, καθώς τα υδάτινα οικοσυστήματα της Ευρώπης εξακολουθούν να επηρεάζονται σοβαρά από χημικές ουσίες λόγω μόλυνσης. Οι μειώσεις στη μετρούμενη ή αντιληπτή ποιότητα του νερού έχουν ήδη οδηγήσει σε απότομη μείωση των τουριστικών επισκέψεων στις πληγείσες περιοχές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οικονομικές απώλειες που υπερβαίνουν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, εκτιμά η ΕΚΤ.
Συνολικά για την Ευρώπη, όπως εξετάζεται στην έκθεση, ο αγροτικός τομέας και η μεταποίηση είναι οι κλάδοι με τον υψηλότερο κίνδυνο από ξηρασία. Η λειψυδρία, η φυσική προστασία από τις πλημμύρες και η ποιότητα του νερού είναι τα πιο κρίσιμα σημεία που απειλούν τα φυσικά οικοσυστήματα, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη και οδηγώντας σε οικονομική αστάθεια. Η ξηρασία από μόνη της μάλιστα θέτει σε κίνδυνο σχεδόν το 15% της οικονομικής παραγωγής της ζώνης του ευρώ.
Αλυσιδωτές επιπτώσεις
Η έλλειψη νερού μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες, σημειώνει η ΕΚΤ αναφέροντας ως βασικό παράδειγμα ότι τα ξηρά εδάφη μειώνουν τις γεωργικές αποδόσεις. Επίσης η ξηρασία επηρεάζει τη βιομηχανία διαταράσσοντας τις λειτουργίες της και αυξάνοντας το κόστος. Η μείωση της στάθμης των ποταμών μειώνει την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, περιορίζει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και εμποδίζει τις μεταφορές που γίνονται με τον τρόπο αυτόν.
Τις μεγαλύτερες πιέσεις λόγω της ξηρασίας δέχεται η Νότια Ευρώπη, αλλά με τον κίνδυνο στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης να μεγαλώνει κι εκεί διαρκώς. «Από όλους τους τομείς, η γεωργία είναι η πιο εκτεθειμένη, υφιστάμενη τις μεγαλύτερες αναλογικά απώλειες παραγωγής. Εως και το 30% της γεωργικής τομεακής παραγωγής διατρέχει κίνδυνο στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, με τον κίνδυνο να μειώνεται περαιτέρω προς τα βόρεια – περίπου στο 12% στη Φινλανδία» δείχνουν τα στοιχεία της έκθεσης.
Η βιομηχανία, η εξόρυξη, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ύδρευσης, οι κατασκευές και οι υπηρεσίες στέγασης και εστίασης αντιμετωπίζουν επίσης σημαντικές επιπτώσεις. Πάνω από το 20% της παραγωγής τους διατρέχει κίνδυνο στη Νότια Ευρώπη και περισσότερο από 10% αλλού, προειδοποιεί η ΕΚΤ.