Από τις κύριες μορφές των γραμμάτων της Γεωργίας, ο Γκούραμ Ντοτσανασβίλι είναι σίγουρα ο άνθρωπος που αγάπησε τη λογοτεχνία κάτω από πολύ δύσκολες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες. Ενας ξεχωριστός συγγραφέας που συνέβαλε στην ανάπτυξη της κουλτούρας στη χώρα του κι ευρύτερα. Οι διανοούμενοι από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, σε όλες τις μορφές της τέχνης, έχουν σαν αφηγηματικό οδηγό την αλληγορία, όπως και ο Ντοτσανασβίλι, ενώ εμπνέονται και από τις δραματουργικές συνιστώσες του αρχαίου δράματος.
Ο Ντοτσανασβίλι ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Στην εποχή που ακολουθεί τον θάνατο του Στάλιν. Μια περίοδο κάθετων κοινωνικών αλλαγών. Η ελπίδα κι αν άναψε, έσβησε ύστερα από λίγο. Η γραφειοκρατία και ο κόσμος της, οι γκρίζες στολές που σχεδιάζουν ένα ολόκληρο σύστημα καταναγκαστικών κοινωνικών πλαισίων προς άμεση εφαρμογή, επηρεάζουν άμεσα την καλλιτεχνική κοινότητα της Σοβιετικής Ενωσης. Στον συλλογικό λογισμό, ο καφκικός κόσμος των απρόσωπων «πατέρων» της νομενκλατούρας εδραιώνεται ως ένα συμπαγές κράμα φόβου και δέους.
Η πολιτιστική επανάσταση του «Σαμιζντάντ» (αντικαθεστωτικά έντυπα που διακινούνταν παράνομα) θα επηρεάσει τη λογοτεχνία και παράλληλα θα εκπαιδεύσει τις νέες γενιές συγγραφέων στην τέχνη της αλληγορίας. Μέσα από τα σπλάχνα αυτής αναδεικνύονται τα ερεβώδη προβλήματα της εφαρμοσμένης σοσιαλιστικής «ουτοπίας». Στο μισοσκότεινο γραφείο ενός καθοδηγητή γραφειοκράτη – γεμάτο βότκα και τσιγάρα – σηκώνει την αυλαία τού αφηγήματός του ο Ντοτσανασβίλι. Μια υποβλητική ατμόσφαιρα γεμάτη απειλή και αποσιωπήσεις, που μας προετοιμάζει κατάλληλα για την αναπάντεχη συνέχεια.
Ο προϊστάμενος λοιπόν θα καλέσει ένα νέο και φιλόδοξο στέλεχος της υπηρεσίας για μια πολύπλοκη αποστολή: πρόκειται για ένα σχέδιο στατιστικοποίησης της ψυχολογίας των μαζών. Η έρευνα κινείται στο να φωτίσει όλες τις πτυχές της καθημερινής συμπεριφοράς των εργαζομένων. Των εργαζομένων που ζουν στην ανώνυμη πόλη όπου εκτυλίσσεται το συγκεκριμένο αφήγημα. Η έρευνα επίσης θα πρέπει να αναδείξει όλες τις σταθερές που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Ιδιαίτερα εκείνες που σχετίζονται με τη λειτουργικότητα και την κανονικότητά τους. Το βάρος πρόκειται να πέσει στο σύνολο των δραστηριοτήτων εκτός εργασίας, στον ελεύθερο χρόνο δηλαδή. Αν υπάρχει, πόσος υπάρχει και τι πράττουν εκεί οι «υπήκοοι».
Ευθύς εξαρχής καταλαβαίνουμε ότι ο συγγραφέας εντοπίζει πως εκείνο που φοβάται η όποια εξουσία είναι ο χώρος που αγνοεί και βρίσκεται έξω από τον άμεσο έλεγχό της. Εκεί όπου ο κόσμος υπάρχει σε συνάρτηση με τον νου και τις αισθήσεις. Η αγωνία του προϊσταμένου είναι να εξερευνηθεί το αθέατο των ανθρώπων, το πέρα από τον πρακτικό γνωστικό μηχανισμό της καθημερινότητας. Ο νεόκοπος δημοσκόπος με ενθουσιασμό ζηλωτή και με σχετικά καλό επίπεδο αυτοεμπιστοσύνης ξεχύνεται στους δρόμους. Ενας από τους πρώτους κατοίκους που θα συναντήσει είναι ένας παράξενος φωτογράφος. Ο τελευταίος δεν είναι άλλος παρά «ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία».
Το ημιφωτισμένο εργαστήριο του φωτογράφου θα μετατραπεί σε ένα εργαστήρι εκμάθησης πως η ζωή είναι «λόγος» που δεν μεταδίδεται απαραίτητα με τον λόγο. Εχει το δικό του αλφάβητο, με τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες να αναδεικνύουν την αλήθεια του Οντος πέρα από τα επιφαινόμενα. Ο κόσμος του πραγματισμού συγκρούεται με τον κόσμο της μυθοπλασίας. Μια επιφανειακά εύκολα κερδισμένη μάχη για τον πρώτο. Μόνο που η μυθοπλασία μπορεί να αναμοχλεύσει και να μεταβολίσει το πολιτικό, κοινωνικό, θεολογικό, υπαρξιακό σχήμα του ανθρώπου σε ζώσα μορφή. Ετσι, για παράδειγμα, ο φωτογράφος θα παραλληλίσει τον δημοσκόπο με τον Αουρέλιο Μπουενδία (τον εσωστρεφή και με ανεπτυγμένη διαίσθηση κεντρικό ήρωα του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες από το «Εκατό χρόνια μοναξιά»).
Στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν ανακρίβειες, κι ας πρόκειται για την επιστήμη με τους λιγότερους «κανόνες». Ο φωτογράφος αντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω του κάτω από το πρίσμα της λογοτεχνίας. Οταν τον ρωτά το στέλεχος για τις «συνθήκες διαβίωσης», εκείνος απαντά πως μπορεί να μην έχει κεντρική θέρμανση στο σπίτι του, αλλά έχει δύο πελώριες βιβλιοθήκες και αυτό τον κρατά ζεστό και ζωντανό πρωτίστως στην καθημερινότητα. Η λογοτεχνία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να βάζει τον άνθρωπο να σκέφτεται. Και όταν δεν έχει όρεξη για σκέψη, τότε πρέπει να διαβάζει για να αποκτήσει. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η πράξη του σκέπτεσθαι αποτελεί τον σπινθήρα της πολιτικής ανυπακοής, όπως περίπου εμφανίζεται στον Χέρμαν Μέλβιλ και στο περίφημο διήγημά του «Μπάρτλμπυ, ο γραφέας» (μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Αγρα). Ποιος μας απαγορεύει τελικά να σκεφτόμαστε; αναρωτιέται κάπου στο βιβλίο ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία.
Το ερωτηματολόγιο του δημοσκόπου παραμένει ασυμπλήρωτο. Ο φωτογράφος είναι ο μόνος που αποφεύγει να απαντήσει με τον ρεαλισμό του παρόντος και να μπει στις λίστες των καλών ή των κακών πολιτών, σύμφωνα με τη μεθοδολογία της γραφειοκρατίας. Ο φωτογράφος περιβάλλεται από έναν μυστήριο βοηθό, κάτι σαν τον οδηγό του Αδη, και από πορτρέτα γυναικών όλων των ηλικιών σε προκλητικές στάσεις. Η λογοτεχνία, σύμφωνα με τον Ντοτσανασβίλι, αντιστέκεται σθεναρά στο τρέχον ορατό γίγνεσθαι. Το οποίο ορίζει την κατά κόσμον καθημερινότητα και την αφυδατώνει από οποιονδήποτε στοχασμό.
Η λογοτεχνία και οι απόστολοί της αντιπαρέρχονται το κυνικό σύμπαν του αρραγούς φαινομενικά αυτοαναφορικού ρεαλισμού. Εναντιώνεται στην απομάγευση και «εξηγεί» την υπαρκτική μας συνθήκη από την πλευρά των ελαττωμάτων μας, των παθών μας, των συνειρμών μας, των τραυμάτων μας, της μεταηθικής δημιουργικότητας. Καθόλου τυχαία, τα συγγραφικά ινδάλματα του φωτογράφου είναι οι αρχιτέκτονες του λατινοαμερικανικού «boom», Μάριο Βάργκας Λιόσα και Χούλιο Κορτάσαρ. Ο δημοσκόπος θα πιάσει τον εαυτό του να μετακινείται. Να μαγνητίζεται από αυτή την «άσκοπη ασχολία» και να εισχωρεί στον χώρο του «περιττού», που είναι η αφηγηματική τέχνη. Είναι δυνατόν όμως να σωθεί ο κόσμος από τη λογοτεχνία; Το ζητούμενο είναι πώς η λογοτεχνία εκπροσωπεί στο παρόν αφήγημα το σύνολο των κανονιστικών ιδεών. Που χωρίς αυτές φτάνουμε στο σημείο να επικρατήσει ο ακραιφνής συντηρητισμός. Οπως ακριβώς αυτό συμβαίνει και στον περιρρέοντα κοινωνικό ιστό του βιβλίου.
Αξίζει να αναφέρουμε τη δουλειά που έχει κάνει ο Γκούραμ Ντοτσανασβίλι πάνω στη γλώσσα. Με κοφτές, σύντομες, απογυμνωμένες φράσεις ανάμεσα σε κόμματα και αποσιωπητικά, ο συγγραφέας επιτρέπει στην αμφισημία των πρωταγωνιστών του να διεισδύσει στο υποσυνείδητο και να κατασκευάσει ένα κλίμα ζοφερό και συνάμα αινιγματικό. Η μετάφραση του θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου Δημήτρη Τσεκούρα ακολουθεί κατά γράμμα τη σκοτεινή αφήγηση του γεωργιανού συγγραφέα, αφήνοντας μια αχλή φόβου και ειρωνείας. Η γραφή του Ντοτσανασβίλι είναι ευθύβολη τόσο ώστε ο αναγνώστης να μην ξέρει μέχρι το τέλος αν πρέπει να λυπηθεί ή να γελάσει πικρά. Ενα «μικρό» βιβλίο με μεγάλους ορίζοντες.