Σκιαγράφησε με ωμότητα και πικρία τα πορτρέτα της διαφθοράς, των ηθικών συμβιβασμών και της σκληρότητας που χαρακτήριζαν την πατρίδα του, το Περού, μέσα από τα βιβλία του και κατέκτησε το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 2010. Εθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία της χώρας του το 1990 αποκηρύσσοντας τις αρχές του στη ριζοσπαστική Αριστερά, ασπαζόμενος εκείνες του νεοφιλελευθερισμού. Κατάφερε να αγαπηθεί ως συγγραφέας, να διχάσει ως πολιτικός και εν τέλει να αναδειχθεί ως ένας από τους πιο επιδραστικούς πολιτικούς σχολιαστές στον ισπανόφωνο κόσμο. Ο πολυμαθής διανοούμενος Μάριο Βάργκα Λιόσα άφησε την τελευταία του πνοή την Κυριακή στη Λίμα σε ηλικία 89 ετών.
Μέλος της λεγόμενης «γενιάς της λογοτεχνικής έκρηξης» της Λατινικής Αμερικής – μαζί με τους Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες από την Κολομβία και Χούλιο Κορτάσαρ από την Αργεντινή – κέρδισε την προσοχή από τα πρώτα του κιόλας έργα, όπως «Το Πράσινο Σπίτι» (1966) και «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;» (1969), που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κύριους εκπροσώπους του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού». Παράλληλα, ανέπτυξε και ένα κωμικό ύφος που τον ξεχώρισε από άλλους συνομηλίκους του συγγραφείς της λατινοαμερικανικής πεζογραφίας.
Ο ίδιος απέδιδε την ανάγκη του να εκφραστεί μέσω της λογοτεχνίας στις ασυνήθιστες συνθήκες της παιδικής του ηλικίας. Ο Χόρχε Μάριο Πέδρο Βάργκας Λιόσα, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου 1936, στην Αρεκίπα, στο νότιο Περού, και πέρασε μεγάλο μέρος της πρώιμης παιδικής του ηλικίας στην πόλη Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας, μαζί με τη μητέρα του, Ντόρα Λιόσα, και τους παππούδες του, πιστεύοντας πως ο πατέρας του, Ερνέστο, ήταν νεκρός.
Στην πραγματικότητα, οι γονείς του είχαν χωρίσει λίγους μήνες πριν από τη γέννησή του και ο πατέρας του, που εργαζόταν για την αεροπορική εταιρεία Panagra, είχε αναλάβει μια αποστολή στο εξωτερικό και είχε ζητήσει διαζύγιο από τη σύζυγό του.
Στον στρατό
Η οικογένεια επανενώθηκε στο Περού όταν ο Μάριο Βάργκας Λιόσα ήταν 10 ετών. Ωστόσο, εξαιτίας της αυστηρής πειθαρχίας που του επέβαλε ο πατέρας του, σε ηλικία 14 ετών στάλθηκε στη στρατιωτική ακαδημία της Λίμα. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε αυτή τη δύσκολη σχέση στην αυτοβιογραφία του «Ψάρι στο νερό» (1993), κάνοντας λόγο για το «σύμπλεγμα κοινωνικής κατωτερότητας» που ένιωθε ο πατέρας του απέναντι στη μητέρα του, χαρακτηρίζοντάς το «εθνική ασθένεια… που δηλητηριάζει τις ζωές των Περουβιανών με τη μορφή της μνησικακίας και των κοινωνικών συμπλεγμάτων».
Οι σκληρές συνθήκες που έζησε στην περίοδο της εκπαίδευσής του και η επαφή του με ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα αποτέλεσαν το υλικό του πρώτου του μυθιστορήματος, «Η Πόλη και τα σκυλιά» (1963). Το βιβλίο επικρίθηκε έντονα από πολλούς στρατηγούς, με έναν εξ αυτών να ισχυρίζεται πως χρηματοδοτήθηκε από τον Ισημερινό για να υπονομεύσει τον περουβιανό στρατό – γεγονός που, τελικά, συνέβαλε στην εκδοτική του επιτυχία.
Εχοντας μισήσει τη στρατιωτική πειθαρχία το έσκασε και σε ηλικία 19 ετών παντρεύτηκε τη Χούλια Ουρκίδι Ιγιάνες, την κουνιάδα του θείου του, η οποία ήταν 29 ετών. Ο ταραχώδης αυτός γάμος προκάλεσε σοκ στην οικογένειά του και ενέπνευσε το μυθιστόρημά του «Η Θεία Χούλια και ο Γραφιάς», ένα από τα πιο γνωστά του έργα στο οποίο αφηγείται με χιούμορ τις περιπέτειες του Μαρίτο Βαργκίτας, ενός νεαρού φοιτητή της Νομικής και επίδοξου συγγραφέα, που ερωτεύεται τη θεία του.
Στην Ευρώπη
Το 1958 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη, κυρίως σε Βαρκελώνη, Λονδίνο και Παρίσι. Εκεί, στο λογοτεχνικό κέντρο του Παρισιού, συναναστράφηκε με άλλους σπουδαίους λατινοαμερικανούς συγγραφείς, όπως ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Χούλιο Κορτάσαρ και ο Κάρλος Φουέντες. Δεν άργησε, ωστόσο, να πάρει αποστάσεις από την αριστερή πνευματική ηγεσία της εποχής. Η ρήξη επήλθε με αφορμή την Κουβανική Επανάσταση: διαφώνησε με τους συναδέλφους του σχετικά με τη στήριξη στον Φιντέλ Κάστρο.
Η πολιτική του στροφή προς τον φιλελευθερισμό χαρακτηρίστηκε και από τον θαυμασμό του προς τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει έναν μοναχικό δρόμο τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον πολιτικό στοχασμό, με τις πολιτικές του φιλοδοξίες να κορυφώνονται με την υποψηφιότητά του για την προεδρία του Περού το 1990. Αν και προηγείτο στις δημοσκοπήσεις για μεγάλο μέρος της εκστρατείας, τελικά ηττήθηκε από τον Αλμπέρτο Φουχιμόρι, έναν άγνωστο τότε αγρονόμο ιαπωνικής καταγωγής, ο οποίος υιοθέτησε στη συνέχεια πολλές από τις πολιτικές του Βάργκας Λιόσα. Το 1993 αποκήρυξε την περουβιανή υπηκοότητα και έλαβε την ισπανική.
Αν και αγαπούσε τη μυθοπλασία – στην ομιλία του κατά την απονομή του Νομπέλ είπε μεταξύ άλλων ότι «χωρίς τη μυθοπλασία, θα ήμασταν λιγότερο συνειδητοποιημένοι για τη σημασία της ελευθερίας που κάνει τη ζωή βιώσιμη – και για την κόλαση που γίνεται όταν αυτή περιορίζεται από έναν τύραννο, μια ιδεολογία ή μια θρησκεία» – ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη δημοσιογραφία. Εφηβος ακόμη, εργάστηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα «La Crónica» της Λίμα και οι εμπειρίες του από τον υπόκοσμο τροφοδότησαν το μυθιστόρημά του «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;» (1969), μια απεικόνιση της πολιτικής στασιμότητας του Περού κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του στρατηγού Μανουέλ Οδρία τη δεκαετία του 1950 – έργο που θεωρείται από τα κορυφαία του. Τη δεκαετία του 1990 υπήρξε τακτικός αρθρογράφος και της ισπανικής εφημερίδας «El País».
Πολυβραβευμένος, δύο φορές παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών ο συγγραφέας του βιβλίου «Η γιορτή του τράγου» – το οποίο θεωρείται και το αριστούργημά του – «έζησε τη ζωή στο έπακρο και αγάπησε τη λογοτεχνία πάνω απ’ όλα», όπως ακριβώς περιγράφει η φράση που είχε επιλέξει ως επιτύμβιο επίγραμμα.