Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν στην τελευταία επίσκεψή μου στις Γυναικείες Φυλακές Ελεώνα Θηβών. Μια μαθήτρια του σχολείου μού εξομολογήθηκε ότι ήταν ο έρωτας που την οδήγησε εκεί. Χωρίς να το ξέρει, είχε γράψει έναν μίνι οδηγό αυτοβελτίωσης που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από όσους κυκλοφορούν προς πώληση.
Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής θα επέλεγα δύο αγαπημένους μου σταθμούς. Ο ένας παίζει μουσική από όλον τον κόσμο και ο άλλος παίζει σταθερά αγγλικό στίχο που καλύπτει μουσικά τα χρόνια της εφηβείας μου μέχρι και σήμερα. Η μουσική αποτελεί σήμα κατατεθέν στα βιβλία μου, γιατί σφραγίζει το περιεχόμενό τους με στίχους που δένουν απόλυτα με τα γραφόμενα.
Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής είναι να έχω έναν επίλογο στο μυαλό μου και αυτό να ανατρέπεται. Λίγο πριν ολοκληρώσω το τρίτο μου βιβλίο, αργά το βράδυ, τέλος Αυγούστου, τα πλήκτρα δολοφόνησαν με διαφορά τριών λεπτών δυο χαρακτήρες εντελώς αναπάντεχα! Ηταν κάτι που με σόκαρε, καθότι για άλλη μια φορά επαληθεύτηκε ότι η μαγεία της συγγραφής συμβαίνει όταν δεν το περιμένεις. Αυτό με έκανε να προσθέσω επιπλέον κεφάλαια που να δικαιολογούν τις επιπτώσεις της απουσίας τους από την ιστορία.
Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη Λυκείου θα ήταν το «Αντε γεια», της Γιοβάννας, εκδόσεις Πατάκη, το οποίο έκανε ταινία ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος. Αναφέρεται στο αγεφύρωτο χάσμα των δύο γενεών, με την κεντρική ηρωίδα να επαναστατεί στα 57 της και να διεκδικεί τα ανεκπλήρωτα της ζωής της. Το «Ανυπάκουα πρέπει», της Γιολάντας Γεωργιάδου-Τσορώνη, εκδόσεις Σαββάλας, αφορά τον τρόπο που μεγαλώνει μια πολύ νεαρή κοπέλα μέσα στην υπερβολικά ανδροκρατούμενη κοινωνία στον σκληρό αλβανικό Βορρά. Για να μπορέσει να επιβιώσει από τον άγραφο νόμο του Κανούν, γίνεται μπουρνέσα, δηλαδή παίρνει όρκο παρθενίας και μεταμορφώνεται σε άντρα για να εξασφαλιστεί το αρσενικό πρότυπο. Τέλος, θα πρότεινα το «Εθιμοταξικόν», του Νάσου Θεοφίλου, που εκδόθηκε το 1990, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι. Δ. Κολλάρου & Σία ΑΕ. Περιλαμβάνει 14 κείμενα με κανόνες συμπεριφοράς που τυποποιούν τις ανθρώπινες σχέσεις, γραμμένα σαν χρονογραφήματα, με σατιρική ίσως διάθεση και αρκετό χιούμορ. Είναι ένας τρόπος να συγκριθούν οι τότε αστικές κοινωνικές συμβάσεις με τις σημερινές, όπου οι καλοί τρόποι και η ευγένεια απουσιάζουν παταγωδώς.
Η κριτική που αποδέχομαι αφορά άλλες φορές το έργο μου και άλλες φορές την προσωπικότητά μου. Είναι αδύνατον να μην υπάρχουν έστω και ελάχιστα δικά μου στοιχεία σε όσα γράφω, αν και προσπαθώ να απεμπολήσω τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, όταν οι ήρωες περνάνε με κόκκινο. Η γλώσσα της συγγραφής μου είναι καθημερινή, λαϊκή, όπου χρειάζεται και ωμή. Αυτό που μου προκαλεί περιέργεια είναι ότι οι αναγνώστες θα επικρίνουν με αυστηρότητα ένα γραπτό κείμενο το οποίο αν ακούσουν σε προφορική διήγηση δεν θα τους προκαλέσει το ίδιο. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να είναι λαϊκιστής με σκοπό να γίνει αρεστός, χάνοντας έτσι την ψυχή του.
Η αυτοκριτική είναι σαν τον πρωινό καφέ. Δεν γίνεται να περάσει μέρα που να μην απολαύσω το συγκεκριμένο ρόφημα μέσα στο οποίο ανακατεύω τα πρόσφατα γεγονότα που αποτελούν την αναγκαία ανατροφοδότηση.
Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι του Μενέλαου Λουντέμη, από το έργο του «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος». Ενδεικτικά: «…και φέτος θα γεμίσουν γλυκούς καρπούς, άνθη και φύλλα και μοσκοβολιά. Και όλα θα γίνουν όπως πάντα. Οπως το περασμένο, όπως το περσινό και όπως το τωρινό καλοκαίρι και όπως κάθε καλοκαίρι όσο θα υπάρχουν στον κόσμο καλοκαίρια και κερασιές. Και τα στόματα θα επιθυμούν τον έρωτα, όσο θα υπάρχουν στον κόσμο κόκκινα στόματα».
Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας» ή τη «λογοτεχνία της κρίσης» σκέφτομαι ότι το ένα δεν σχετίζεται με το άλλο. Δεν βλέπω καμία κρίση στη λογοτεχνία, έστω και αν γράφουμε πολλοί για να διαβαστούμε από λίγους. Οσο για τη λογοτεχνία της κρίσης, μάλλον είναι κάτι που έχει επινοηθεί για εμπορικούς λόγους και αφορά συγκεκριμένη θεματολογία που τη διαχωρίζει από τις υπόλοιπες.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα της Γκέλης Ντηλιά «Αγιοι στην Κόλαση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ