Για αρκετές δεκαετίες υπήρξε ένας από τους διασημότερους ηθοποιούς στον κόσμο και από τους εμπορικότερους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ομως ο Τζιν Χάκμαν που πέθανε στα 95 του την Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου στο σπίτι του στη Σάντα Φε του Νέου Μεξικού, δεν έγινε σταρ από τη μια στιγμή στην άλλη.
Πληγώνεσαι όταν ακούς από τους δασκάλους σου ότι είσαι ο μαθητής με τις λιγότερες πιθανότητες να γίνει ηθοποιός. Αυτά άκουγε ο Χάκμαν, όχι μια αλλά πολλές φορές.
Τα άκουσε και ο φίλος του, ο Ντάστιν Χόφμαν, με τον οποίο μοιραζόταν για ένα διάστημα το ίδιο διαμέρισμα, σπουδαστές σε σχολή υποκριτικής στο Pasadena Playhouse στη δεκαετία του 1950, πολλά χρόνια πριν βρεθούν στον ουρανό των κινηματογραφικών αστέρων με δύο βραβεία Οσκαρ έκαστος.
Ο Γιουτζίν Αλεν Χάκμαν, γιος των Γιουτζίν Εζρα και Αννα Λίντια Χάκμαν, οι οποίοι διατηρούσαν τυπογραφείο και χώρισαν όταν ο πρώτος βρισκόταν στην εφηβεία, αποφάσισε με μεγάλη καθυστέρηση να γίνει ηθοποιός. Στα 16 του κατετάγη πεζοναύτης.
Αργότερα και ενώ είχε απολυθεί, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη να κάνει δουλειές του ποδαριού. Κάποια στιγμή αποφάσισε να σπουδάσει δημοσιογραφία και τηλεοπτική παραγωγή στο G.I. Bill του Πανεπιστημίου του Ιλινόις. Ο Χάκμαν εκείνα τα χρόνια πλησίαζε τα 30 και τότε ήταν που αποφάσισε τελικά να ασχοληθεί με την υποκριτική. Και άρχισε να δέχεται την απόρριψη…
Τελικά τα κατάφερε και όπως πολλοί ηθοποιοί της γενιάς του ξεκίνησε από το σανίδι του θεάτρου παίζοντας σε off Broadway παραστάσεις. Εκανε και τηλεόραση, μικρούς ρόλους αστυνομικών και κακοποιών σε σειρές όπως το «Route 66», «East Side / West Side» και «Brenner».
Βρήκε τον δρόμο του για τον κινηματογράφο όταν έγινε λόγος για την ερμηνεία του στην παράσταση «Any Wednesday». Ο Xάκμαν βρέθηκε στην ταινία «Lillith» του Ρόμπερτ Ρόσεν όπου πρωταγωνιστεί ο Γουόρεν Μπίτι. Εκείνη την εποχή ο Μπίτι προετοιμαζόταν για το δικό του όνειρο ζωής, το «Μπόνι και Κλάιντ» και επέλεξε τον Χάκμαν για τον ρόλο του Μπακ Μπάροου, αδελφού του γκάνγκστερ Κλάιντ Μπάροου που θα υποδυόταν ο ίδιος. Το «Μπόνι και Κλάιντ» ήταν μια μεγάλη ευκαιρία και ο Χάκμαν την εκμεταλλεύτηκε άψογα φτάνοντας ως τα Οσκαρ (υποψήφιος για το Β’ ρόλου).
Η πόρτα της επιτυχίας είχε ανοίξει. Μια ακόμα υποψηφιότητα Οσκαρ Β’ ρόλου για το «Ποτέ δεν τραγούδησα για τον πατέρα μου» και το 1972 ένα Οσκαρ Α’ ρόλου για την ταινία «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία» του Γουίλιαμ Φρίντκιν όπου υποδύθηκε τον αποφασιστικό και αυτοκαταστροφικό αστυνομικό της Νέας Υόρκης, Τζίμι «Ποπάι» Ντόιλ. Η δεκαετία του 1970 ήταν εκείνη με τις μεγάλες του ταινίες, η χρυσή περίοδός του. «Η συνομιλία» του Φράνσις Κόπολα, «Επιχείρηση Ντόμινο» του Στάνλεϊ Κρέιμερ, «Night moves» του Αρθουρ Πεν.
Μεγάλο ταλέντο του Χάκμαν η άνετη προσαρμογή του σε κάθε χαρακτήρα που υποδυόταν.
Μπορούσε με την ίδια άνεση να υποδυθεί έναν σκληρό, αδίστακτο γκάνγκστερ («Παράνομο φορτίο» του Μάικλ Ρίτσι), ή το ακριβώς αντίθετό του, όπως τον απολύτως ηθικό αστυνομικό που υποδύεται στο κοινωνικό θρίλερ «Ο Μισισιπής καίγεται» του Αλαν Πάρκερ για το οποίο απέσπασε μια ακόμη υποψηφιότητα για Οσκαρ το 1989. Ε
πίσης, ενώ δεν του φαινόταν, είχε κωμική φλέβα, κάτι που φάνηκε σε ταινίες όπως «Οικογένεια Τένενμπαουμ» του Γουές Αντερσον και «Φτερά και πούπουλα» του Μάικ Νίκολς όπου ο Χάκμαν εμφανίζεται και ντυμένος γυναίκα.
Πατέρας τριών παιδιών με την πρώτη του σύζυγο, Φιλίπα Μαλτέζε και από το 1991 παντρεμένος με την Μπέτσι Αρακάουα που βρέθηκε νεκρή μαζί του, ο Χάκμαν είχε τη φήμη του ντροπαλού, κλειστού ανθρώπου. Οι δημόσιες εμφανίσεις και συνεντεύξεις του υπήρξαν περιορισμένες και μάλιστα είχε κάποτε πει «εκπαιδεύτηκα για να γίνω ηθοποιός, όχι σταρ· παίζω ρόλους, δεν ασχολούμαι με τη φήμη, τους ατζέντηδες, τους δικηγόρους και τον Τύπο».
Στη συνέντευξη Τύπου στο Φεστιβάλ Καννών όταν παίχτηκε η ταινία «Βασικός ύποπτος για φόνο» (2000) όπου συμπρωταγωνιστεί με τους Μόργκαν Φρίμαν και Μόνικα Μπελούτσι, με το ζόρι του έπαιρνες μια κουβέντα και μάλιστα σε κάποια στιγμή ο Φρίμαν σχεδόν απάντησε για λογαριασμό του.
Δεν του άρεσαν οι συνεργασίες με πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες και πήγαινε «όπου βρίσκονταν τα χρήματα», όπως μου είχε πει πριν από χρόνια στη Θεσσαλονίκη ο Τζέρι Σάτσμπεργκ, σκηνοθέτης του Χάκμαν σε μια από τις ομορφότερες ταινίες και των δύο, το «Σκιάχτρο».
Το γεγονός ότι η καριέρα του Τζιν Χάκμαν είχε πολλά σκαμπανεβάσματα με ταινίες στις οποίες δεν πίστευε αλλά πήγαινε για τα χρήματα τον έφερε στο σημείο να ανακοινώσει την απομάκρυνσή του μετά το «Superman 2» (1980), κάτι που δεν τήρησε.
Μέχρι το 2004 που όντως εγκατέλειψε το σινεμά, ο Τζιν Χάκμαν παρέμεινε στις επάλξεις παίζοντας σε πολλές ταινίες, άλλες μέτριες άλλες σπουδαίες.
Για τους «Ασυγχώρητους» (1992) του Κλιντ Ιστγουντ, κέρδισε το δεύτερο Οσκαρ της καριέρας του στην κατηγορία του Β’ ανδρικού ρόλου. Η ειρωνεία είναι ότι όταν ο Ιστγουντ του πρότεινε τον ρόλο του σαδιστή, ρατσιστή σερίφη Λιτλ Μπιλ Ντάγκετ, ο Χάκμαν είχε αρνηθεί λέγοντας ότι δεν θέλει να συμμετάσχει πλέον σε βίαιες ταινίες.
Ο Ιστγουντ τον έπεισε λέγοντάς του ότι οι «Ασυγχώρητοι» στόχο είχαν να περάσουν το ακριβώς αντίθετο μήνυμα.