Μπορεί να εργαζόταν ως απλή μεταφράστρια της κυβέρνησης, αλλά ήταν ο μεγάλος έρωτας του ισχυρότερου ίσως άνδρα στη Ρωσία εκείνη την περίοδο, του μοναδικού που κόντεψε να νικήσει τους μπολσεβίκους αρχές του 1919.
Η Άννα Βασιλίεβνα Σαφόνοβα ήταν κόρη του μουσικού και αργότερα διευθυντή του Μουσικού Ωδείου της Μόσχας, Βασίλι Ίλιτς Σαβόνοφ. Ήταν, μια όμορφη, βαθύτατα καλλιεργημένη και προικισμένη γυναίκα με καλλιτεχνική φλέβα, στη ρωσική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα.
Το 1911 παντρεύτηκε έναν αξιωματικό του Ναυτικού, τον Σεργκέι Τιμιρίοφ και το 1914 ήρθε στον κόσμο ο γιός τους, Βλαντιμίρ.
Η ζωή όμως τα έφερε έτσι και το 1915 ερωτεύτηκε παράφορα τον σπουδαίο υποναύαρχο Αλεξάντερ Κολτσάκ, ο οποίος ήταν στενός φίλος του συζύγου τους.
Ο Κολτσάκ ήταν ένας από τους ικανότερους αξιωματικούς του Αυτοκρατορικού Ναυτικού της Τσαρικής Ρωσίας, με μεγάλη εμπειρία από τη συμμετοχή του στον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο του 1905 και στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
H Άννα Τιμιριόβα το 1954
Όλα αυτά τα χρόνια της φυλάκισης και της εξορίας είχε επιδείξει τρομερό ταλέντο σε οτιδήποτε και αν έπιαναν στα χέρια της. Στην εξορία εργάστηκε ως δασκάλα ζωγραφικής παιχνιδιών και γραφίστρια.
Το ταλέντο της το αξιοποίησε με επιδεξιότητα στο θέατρο εντυπωσιάζοντας τον κόσμο με τις κατασκευές της. Συχνά, κατά τη διάρκεια της παράστασης, η Άννα καθόταν ανάμεσα στο κοινό για να δει πώς φαίνονταν όλα τα δημιουργήματά της πάνω στη σκηνή.
Μερικές φορές συμμετείχε ακόμη και σε παραστάσεις, παίζοντας μικρούς ρόλους, όπως η πριγκίπισσα Myagkaya στην Άννα Καρένινα.
Τελικά το κράτος της παραχώρησε ένα μικρό δωματιάκι σε ένα κοινόχρηστο διαμέρισμα στη Μόσχα. Μετά από μακρές προσπάθειες, των ζωντανών θρύλων της μουσικής, Νταβίντ Όιστραχ και Ντμίτρι Σοστακόβιτς, η Άννα κατάφερε να παίρνει μια μικρή σύνταξη (45 ρούβλια) χάρη στις υπηρεσίες του πατέρα της ως συνθέτη.
Πέθανε στη Μόσχα στις 31 Ιανουαρίου 1975.